κοινάτορας

κοινάτορας
ο животновод — член артели сыроваров

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κοινάτορας" в других словарях:

  • κοινάτορας — ο ο κτηνοτρόφος που είναι μέλος ενός κοινάτου, αυτός που συμμετέχει σε συνεταιρισμό κτηνοτρόφων για τυροκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινάτο + κατάλ. τορας (< αρχ. τωρ), πρβλ. βιγλά τορας, μαγαζά τορας] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»